αρχινίζω
Смотреть что такое "αρχινίζω" в других словарях:
αρχίζω — και αρχινώ ( άω) και αρχινίζω (Μ ἀρχίζω και ἀρχινῶ [ άω] και ἀρχινίζω) 1. (για γεγονός ή χρονικό διάστημα) βρίσκομαι στην αρχή, στην έναρξη («άρχισαν οι ζέστες», «αρχίνησε ο πόλεμος») 2. κάνω αρχή έργου ή πράξης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αρχίζω < αρχή ή… … Dictionary of Greek
αρχίνημα — και αρχίνισμα, το η αρχή, η έναρξη. [ΕΤΥΜΟΛ. αρχίνημα < αρχινώ αρχίνισμα < αρχινίζω] … Dictionary of Greek
καλαρχινώ — άω και καλαρχινίζω 1. κάνω καλή αρχή 2. (συν. σε αρνητική πρότ.) μόλις αρχίζω («πριν ακόμα καλαρχινίσει ν ανοίξει στόμα», Βηλαρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + αρχινίζω / αρχινώ] … Dictionary of Greek
πρωταρχ(ιν)ίζω — και πρωταρχινώ Ν αρχίζω κάτι για πρώτη φορά ή αρχίζω κάτι εγώ πρώτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + αρχίζω / αρχινίζω / αρχινώ] … Dictionary of Greek